- πλαστικός
- -ή, -ό / πλαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλάσσω](κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» — τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως κύριο συστατικό μια πολυμερή ουσία και είναι δυνατόν να μορφοποιηθούν κατά βούληση με θερμική κατεργασία ή και επιβολή πίεσης, δηλαδή με εφαρμογή τεχνικών, όπως είναι η συμπίεση, η εκβολή, η χύτευση κ.ά., αλλ. πλαστικάβ. «γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη», Πλάτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η πλαστικήη τέχνη τού πλάστη, η τέχνη τού κατασκευαστή ειδωλίων ή αγαλμάτων από κάθε εύπλαστη ύλη και, κυρίως, από κερί ή πηλόνεοελλ.1. (κυρίως για πρόσ.) αυτός που έχει αρμονική, αγαλματένια σωματική διάπλαση2. (το θηλ. ως ουσ. α) (καλ. τεχν.) όρος που χρησιμοποιείται παράλληλα με εκείνον τής γλυπτικής για να δηλώσει την τέχνη τής δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών στον χώροβ) ιατρ. χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση στο φυσιολογικό τής ανατομικής μορφής ή τών φυσιολογικών λειτουργιών ενός μέρους τού σώματος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλαστικάάλλη ονομασία για τις πλαστικές ύλες4. φρ. α) «πλαστικές τέχνες» — οι εικαστικές ή παραστατικές ή οπτικές τέχνεςβ) «πλαστική εκρηκτική ύλη»(χημ.-τεχνολ.) εκρηκτικό μίγμα αποτελούμενο από τετρανιτρικό πενταερυθρίτη ή από κυλωνίτη, που συνιστούν τη βασική εκρηκτική ύλη του, και από έναν κατάλληλο πλαστικοποιητή, ο οποίος τού προσδίδει τη μορφή μαστίχαςγ) «πλαστικά χρώματα»χημ. χρώματα με βάση τις συνθετικές ρητίνες ή τα ελαστομερή μέσα σε κατάλληλους διαλύτες, τα οποία παρουσιάζουν χρήσιμες ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η προσκολλητικότητά τους, η γρήγορη ξήρανσή τους, η σκληρότητα τους, η ευκαμψία τους, η αντοχή τους κ.λπ. δ) «πλαστικές εικόνες» — ζωντανές αναπαραστάσεις ζωγραφικών πινάκων ή γλυπτών συμπλεγμάτων από άνθρωπο, αλλ. ταμπλό βιβάνε) «πλαστική παραμόρφωση»τεχνολ. φαινόμενο κατά το οποίο η παραμόρφωση ενός σώματος παραμένει και μετά την κατάργηση τής δύναμης που τήν προκάλεσεαρχ.(για πρόσ.) αυτός που έχει κλίση στην γλυπτική.επίρρ...πλαστικώς και -ά, Ν1. με πλαστικό τρόπο2. από την άποψη τής πλαστικής, δηλ. τής γλυπτικής.
Dictionary of Greek. 2013.